πωγώνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of πώγων, Luc.Par.50, AP11.157 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 826] τό, dim. von πώγων; πωγώνιον μακρὸν ἔχων, Luc. Paras. 50; Ammian. 22 (XI, 157).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πώγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωγώνιον -ου, τό [πώγων] baardje.

Russian (Dvoretsky)

πωγώνιον: τό бородка Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πωγώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πώγων, Λουκ. Παράσ. 50, Ἀνθ. Π. 11. 157.

Middle Liddell

πωγώνιον, ου, τό, [Dim. of πώγων, Luc., Anth.]