πόρευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXX Ge.33.14.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρευσις -εως, ἡ [πορεύω] voortbeweging.

Russian (Dvoretsky)

πόρευσις: εως ἡ Plat. = πορεία.

Greek (Liddell-Scott)

πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.