πώλειος

English (LSJ)

α, ον, of a foal, χαίτη Suid.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de poulain.
Étymologie: πῶλος.

Greek (Liddell-Scott)

πώλειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πῶλον, πωλεία χαίτη Σουΐδ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Μ πῶλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο πουλάρι.

Greek Monotonic

πώλειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.

Middle Liddell

πώλειος, η, ον
of a foal, χαίτη Suid.