ραβδομαντεία

Greek Monolingual

η / ῥαβδομαντεία, ΝΜΑ, και ραβδομαντία Ν
μαντεία που γίνεται με τη χρήση ράβδου αλλ. ραβδοσκοπία
αρχ.
μορφή κληρομαντείας στην οποία ως κλήρους χρησιμοποιούσαν μικρά ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαντεία.