ριζοσπάστης

Greek Monolingual

ο, θηλ. ριζοσπάστρια, Ν
1. αυτός που επιδιώκει τη ριζική μεταβολή τών καθιερωμένων πολιτικών ή κοινωνικών θεσμών, αυτός που επιζητεί ριζικές αλλαγές με δυναμικό τρόπο, επαναστάτης
2. (ως κύριον όν.) α) ο Ριζοσπάστης
ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα, από το 1919 επίσημο όργανο του ΚΚΕ
β) (στον λόγιο πληθ.) οι Ριζοσπάσται
ιστορικό επτανησιακό κόμμα που ιδρύθηκε το 1849 και ψήφισε την Ένωση με την Ελλάδα το 1850.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + -σπάστης (< σπάζω), πρβλ. απεργο-σπάστης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. ριζοσπάσται, μαρτυρείται από το 1824 στον Αδ. Κοραή, ενώ το θηλ. ριζοσπάστρια από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].