ροδίτις

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
ονομασία πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ῖτις. Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματός του].