ροσμαρίνος
Greek Monolingual
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες της τάξης λαμιώδη και το οποίο περιλαμβάνει 3-4 είδη αειθαλών αρωματικών θάμνων, κυριότερο από τα οποία είναι το είδος Rosmarinus officinalis, κοινώς γνωστό ως δεντρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. rosmarinus].