-ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ ῥυτιδῶη ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμανεοελλ.βοτ. το ξηρόφλοιο.