σάρκειος

English (LSJ)

α, ον, fleshy, Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.542.23.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α σάρξ, σαρκός]
αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος.