εὐσεβής, δίκαιος, Hsch., cf. Theognost.Can.11.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ευσεβής, δίκαιος».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σεβ- του σέβομαι με υγρό επίθημα (πρβλ. ὕδωρ: ὕδερος)].