σίταρχος

English (LSJ)

ὁ, = σιτάρχης.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, = σιτάρχης, w. m. s.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο σιτάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αρχος].