σαρκίο

Greek Monolingual

το / σαρκίον, ΝΑ σάρξ, σαρκός]
μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιο
νεοελλ.
1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση του ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» — είναι δειλός
β. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» — είναι κοιλιόδουλος, υλιστής, εγωπαθής)
2. ανατ. μικρό σαρκώδες εκβλάστημα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τραύματος κατά την επούλωσή του
αρχ.
1. η κλειτορίδα
2. φρ. «σαρκία φορῶν» — λεγόταν για τον Ηρακλή, ο οποίος φορούσε δέρματα ζώων.