Open main menu
Home
Random
Log in
Settings
About LSJ
Disclaimers
LSJ
Search
Ask at the forum if you have an
Ancient
or
Modern
Greek query!
σαρκεύς
Watch
Edit
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει ανθρώπινη
σάρκα
,
ένσαρκος
.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
<
σάρξ
,
σαρκός
+
κατάλ. -
εύς
(
πρβλ
.
ιππεύς
)].