σαρκεύς

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα, ένσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].