σαρκοβλαστάνω

English (LSJ)

grow flesh, Paul.Aeg.6.7 (v.l. σάρκα βλ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
παράγω σάρκα, επουλώνω πληγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βλαστάνω.