Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σαρκοκάρπιο
Greek Monolingual
το, Ν το μεσοκάρπιο τών δρυπών και άλλων καρπών, στους οποίους αυτό είναι σαρκώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcocarp (<σάρξ, σαρκός+καρπός). Η λ., στον λόγιο τ. σαρκοκάρπιον, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].