σαρκολάβος

English (LSJ)

ὁ, surgeon's forceps; v. sub σαρκολαβίς.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, Fleischzange, Medic.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα η οποία χρησιμεύει για την συγκράτηση τών μαλακών μορίων του σώματος κατά τις εγχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λάβος (< θ. λαβ-, πρβλ. -λαβ-ον, αόρ. β' του λαμβάνω), πρβλ. λιθολάβος].