σαρκολαμπής

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολαμπής: -ές, ὁ τὴν σάρκα ποιῶν λάμπουσαν, λαμπράν, σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου Θ. Στουδ. 1777, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυριλαμπής, φωτολαμπής].