σαρκοπέδη: ἡ, ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός, Γρηγ. Ναζ.
ἡ, Αδεσμός της σάρκας του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].