-έω, Α(για τραύματα) επουλώνομαι με την δημιουργία και ανάπτυξη σάρκας στην επιφάνειά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φυῶ (< -φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. οδοντοφυώ, πτεροφυώ].