σαρκόθλασις

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, = Folgd., s. Lob. Phryn. 501.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόθλᾰσις: ἡ, καὶ -θλασμα, τό, σύντριμμα, θλάσμα τῆς σαρκός, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 501.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Μ
σύνθλιψη της σάρκας, μωλωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσις.