σαφηνισμός
English (LSJ)
ὁ, explanation, distinction, D.H.1.66, Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 866] ὁ, Erklärung, Erläuterung, D. Hal. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σαφηνίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαφηνίζω, αποσαφήνιση, διευκρίνιση.