σεντούκι

Greek Monolingual

το / σεντούκιν, ΝΜ
κιβώτιο για φύλαξη ενδυμάτων, ιδίως ασπρόρουχων, αλλ. μπαούλο, κασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. sanduk < sandic].