σημειόω
English (LSJ)
(Dor. σαμειόω IG5(1).1390.71 (Andania, i B.C.)), = σημαίνω,
A mark (by milestones), Plb.3.39.8 (Pass.), cf. 1.47.1; seal, ἐπιστολὰς σημειωμένας σφραγῖδι D.H.4.57:—Pass., to be marked or be stamped, IG l.c.
2 give a signal, impers. in Pass., ὅταν σημειωθῇ Aen. Tact.22.23 (cod. M).
II Med., mark for oneself, note down, ὅτι.. Thphr. CP 1.21.7; τόπον Plb.21.28.9: abs., Δυμᾶς σεσημείωμαι (signed) Δυμᾶς, Ostr.Bodl. iii 280 (i A.D.), cf. ii 25 (i A.D.), etc.; take notice of, pay honour to.., ὅπως ὁ δῆμος φαίνηται τοὺς καλοὺς κἀγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος Inscr.Perg.252.28.
2 interpret anything as a sign or portent, Plb.5.78.2, Str.9.2.11; infer as from a sign, ὁ ἐκ τῆς ἐναργείας σημειούμενος περὶ τῶν ἀδήλων Phld. Sign.15, cf. Epicur.Ep.2p.47U., S.E.M.8.271:—Medic., diagnose, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.18(2).851; later, examine, σημειωσόμεθα κοπαρίῳ Paul.Aeg.6.77; οἱ τοῦ σημειουμένου δάκτυλοι ib.96.
3 in Gramm., of marginal marks, σημείωσαι = nota bene, Hdn.Gr.1.87, al., freq. in Sch.:—in Pass., σημειοῦται δὲ ὅτι..Sch.Il.Oxy.1086i17; τὰ σεσημειωμένα = noted as exceptions, A.D.Pron.115.11, Choerob. in Theod.1.406 H.: fut. σεσημειώσεται A.D.Adv.166.14.
German (Pape)
[Seite 875] = σημαίνω, zeichnen, bezeichnen; ταῦτα τὰ διαστήματα βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους ὀκτώ, Pol. 3, 39, 8; versiegeln, D. Hal. 4, 57. – Gew. im med. merken, bemerken, für sich zu Papier bringen, aufzeichnen, Pol. 22, 11, 12; auch Etwas als Merkmal, Zeichen der Zukunft deuten, σημειωσάμενοι τὸ γεγονός, 5, 78, 2; S. Emp. adv. log. 2, 270. Bei den Gramm. σημείωσαι, man muß merken.
French (Bailly abrégé)
σημειῶ :
ao. ἐσημείωσα, pf. σεσημείωκα;
Pass. ao. ἐσημειώθην, pf. σεσημείωμαι;
marquer d'un signe.
Étymologie: σημεῖον.
Greek Monolingual
σημειῶ, σημειόω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α σημεῖον
1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.)
2. υπολογίζω σοβαρά κάτι, λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι πρέπει να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ δῆμος φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)
νεοελλ.
1. κρατώ σημειώσεις, καταγράφω γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του μήνα»)
2. σημαδεύω, τιμωρώ («να σέ σημειώσει ο Θεός»)
3. τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω («πρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του προγράμματος»)
4. έχω ορισμένο αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό (α. «σημειώνω επιτυχία» — επιτυγχάνω
β. «σημειώνω πρόοδο» — προοδεύω
γ. «σημειώνω αποτυχία» — αποτυγχάνω)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σημειωμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ανάπηρος, σακάτης, μισερός
β) σημαδεμένος, μαρκαρισμένος
γ) γραμμένος, γραπτός, καταχωρισμένος
αρχ.
1. βάζω σφραγίδα, σφραγίζω
2. δίνω σήμα, σύνθημα
3. κάνω διάγνωση νόσου
4. (μέσ. και παθ.) σημειοῦμαι, -όομαι
α) κρατώ σημείωση για προσωπική μου χρήση, παρατηρώ
β) υπογράφω
γ) συμπεραίνω από κάποιο σημάδι
δ) γράφω σημειώσεις στο περιθώριο κειμένου
5. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ σεσημειωμένα
οι εξαιρέσεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημειόω [σημεῖον] med. opmerken; Hp.; overdr.. τοῦτον σημειοῦσθε houdt hem in de gaten NT 2 Thes. 3.14.
Russian (Dvoretsky)
σημειόω:
1 обозначать, отмечать (τὰ διαστήματα Polyb.);
2 med. (о небесных явлениях) считать знамением (τι Polyb.);
3 med. истолковывать, объяснять: γεωργοὶ ἄκρως σημειοῦνται Sext. земледельцы отлично разбираются в небесных явлениях;
4 med. брать на заметку, запоминать (τινα NT).
English (Strong)
from σημεῖον; to distinguish, i.e. mark (for avoidance): note.
English (Thayer)
σημείῳ: (σημεῖον), to Mark, note, distinguish by marking; middle present imperative 2nd person plural σημειοῦσθε; to mark or note for oneself (Winer's Grammar, § 38,2b.; Buttmann, § 135,4): τινα, Buttmann, 92 (80); Winer's Grammar, 119 (113)). (Theophrastus, Polybius, Philo, Dionysius Halicarnassus, others; (Sept.).)
Greek Monotonic
σημειόω: μέλ. -ώσω = σημαίνω,
I. σημαδεύω (με λίθους που λειτουργούν ως μιλιοδείκτες), σε Πολύβ.
II. Μέσ., ερμηνεύω ως σημάδι, οιωνοσκοπώ, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
σημειόω: σημαίνω, σημειώνω (τὰ μίλια διὰ λίθων), ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους ὀκτὼ διὰ Ρωμαίων ἐπιμελῶς Πολύβ. 3. 39, 8, ἐν τῷ Παθητ., πρβλ. 1. 47, 1· - σφραγίζω, ἐπιστολὰς σφραγῖδι Διον. Ἁλ. 4. 57. ΙΙ. Μέσ., σημειώνω δι’ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἴτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 11, 12, κτλ. 2) ἑρμηνεύω τι ὡς σημεῖον ἢ οἰωνόν, ὁ αὐτ. 5. 78, 2, Στράβ. 404.
3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ τῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεων, σημείωσαι = nota bene, Ἀθήν. 55Β, συχν. ἐν τοῖς Σχολιαστ.· - ἐν τῷ Παθ. σεσημείωται, εἶναι γεγραμμένον ἐν τῷ περιθωρίῳ, Εὐσέβ., Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· τὰ σεσημειωμένα, τὰ σημειωθέντα ὡς ἐξαιρέσεις, Α. Β. 1257· μέλλ. σεσημειώσεται ὁ αὐτ. 2. 577, 583, 588, κ. ἀλλ. - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 472, 476.
Middle Liddell
σημειόω, fut. -ώσω = σημαίνω
I. to mark (by milestones), Polyb.
II. Mid. to interpret as a sign, Strab.
Chinese
原文音譯:shmeiÒw 些馬俄哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(作)標記
字義溯源:辨識,記錄,記下(為自己),錄下(為自己);源自(σημεῖον)=表記,神蹟), (σημεῖον)出自(σημαίνω)=指明),而 (σημαίνω)出自(Σήμ)X*=記號)
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 要記下(1) 帖後3:14
Mantoulidis Etymological
-ῶ Ἀπό τό σημεῖον πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. σῆμα.
Παράγωγα: σημείωσις, ὑποσημείωσις, σημείωμα, σημειωτέος, σημειωτέον, σημειωτικός, σημειωτός.