σιδηρόψυχος
English (LSJ)
σιδηρόψυχον, iron-hearted, PMag.Par.1.1366.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή ψυχή, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. λεοντόψυχος].
Léxico de magia
-ον que tiene alma de hierro en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... βαρυδαίμονας, σ., ἀγριοθύμους os invoco a vosotros, démones gravosos, que tenéis alma de hierro, poseídos por un furor salvaje P IV 1366 P VII 356