σινεμά
Greek Monolingual
το, Ν
1. ο κινηματογράφος
2. φρ. «σινεμά βεριτέ» — γαλλική κινηματογραφική κίνηση της δεκαετίας του 1960 η οποία παρουσίαζε τους ανθρώπους σε καθημερινές καταστάσεις, με αυθεντικό διάλογο και φυσικότητα στη δράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cinema, συντετμ. τ. του cinematographe < κίνημα, -ατος + -γράφος].