σιτάλευρο

Greek Monolingual

το, Ν
αλεύρι από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αλεύρι. Η λ., στον λόγιο τ. σιτάλευρον, μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη].