σιτοδόκη

English (LSJ)

ἡ, granary, Poll.6.36.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, Getreidebehälter, Poll. 6, 36.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδόκη: ἀποθήκη σίτου, σιτοβολών, Πολυδ. Ϛ΄, 34.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ἀχυροδόκη].