σιτοκλέπτης

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων σῖτον, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
κλέφτης σιταριού ή άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κλέπτης (< κλέπτω), πρβλ. ἱματιοκλέπτης.