σιτοπόνος

English (LSJ)

(parox.), ὁ, ἡ, = σιτοποιός, Ph.1.131, al.

German (Pape)

[Seite 886] = σιτοποιός, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεωπόνος.