Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σιτόσπαρτος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν (για τόπο) σπαρμένος με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ.<σίτος+ -σπαρτος (<σπαρτός<σπείρω), πρβλ.ανθό-σπαρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].