Adv. by leaps or bounds, Orac.Chald.298.
[Seite 900] adv., springend, sprungweise, Orph. frg. 24.
σκιρτηδόν: Ἐπίρρ., διὰ σκιρτημάτων ἢ πηδημάτων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 24.
Αεπίρρ. με σκιρτήματα, με τινάγματα, με πηδήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επιρρμ. κατάλ. -δον (πρβλ. αναφανδόν)].