σκλιβώνω

Greek Monolingual

Ν
(μτβ.) σκληραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. στλιβώνω < αρχ. στιλβώνω (πρβλ. σκλάβος), ενώ, κατ' άλλους, από σκληβός «σκληρός»].