σκοτόδινος
English (LSJ)
ὁ, = σκοτοδινία (dizziness, vertigo), Hp.Aph.4.17, Prorrh.2.30, Aret.SD1.2.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, = σκοτοδινία, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόδῑνος: ὁ, = σκοτοδινία, Ἱππ. Ἀφ. 1249, 109Η. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀρεταῖ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
η σκοτοδινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δῖνος«δίνη»].