σκυρώδης

English (LSJ)

σκυρῶδες, stony, Eust.ad D.P.521.

German (Pape)

[Seite 908] ες, steinig, felsig, Eust.

Greek Monolingual

-ῶδές, Μ σκῡρος
λιθώδης, πετρώδης.