σκῆμα

German (Pape)

[Seite 895] τό, statt σχῆμα, sagt der Scythe bei Ar. Thesm. 1188.

Greek Monolingual

το / σκῆμα, ΝΑ
βλ. σχήμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκῆμα, τό barb. Aristoph. Th. 1188. voor σχῆμα,

Russian (Dvoretsky)

σκῆμα: ατος τό Arph. в произнош. скифа = σχῆμα.