Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σλαβόφωνος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν αυτός που μιλά τη σλαβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ.<Σλάβος+ -φωνος (<φωνή), πρβλ.ελληνό-φωνος. Η λ., στον πληθ. Σλαβόφωνοι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδαΑκρόπολις].