σμυκτήρ

English (LSJ)

μυκτήρ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σμυκτήρ: «ὁ μυκτὴρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μυκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μυκτήρ.