σμύραινα

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, = μύραινα, Pl.Com. 151, Mnesim.4.39, Arist.HA 504b34, Agatharch 33; cf. σμῦρος.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, poet. statt μύραινα, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

σμύραινα: ἡ Arst. = μύραινα.

Greek (Liddell-Scott)

σμύραινα: ἡ, = μύραινα. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Συμμαχίᾳ» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 5· πρβλ. σμῦρος. Ἐπίθ. -ώδης, ες, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. μύραινα.