Ν1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή για πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα2. έχω ως εισόδημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεύω, με σίγηση του αρκτικού / i / (πρβλ. σοδειά)].