σοῦσις

German (Pape)

[Seite 913] ἡ, = σόος, heftige, schnelle Bewegung, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σοῦσις: -εως, ἡ, ἴδε σοῦς.

Greek Monolingual

σούσεως, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) δ. τ. του σοῦ.