σπαργανιώτης

English (LSJ)

σπαργανιώτου, ὁ, child in swaddlingclothes, h.Merc.301.

German (Pape)

[Seite 917] ὁ, Wickelkind, H. h. 2, 301, wie εἰραφιώτης gebildet.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
enveloppé de langes.
Étymologie: σπάργανον.

Russian (Dvoretsky)

σπαργᾰνιώτης: ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, παιδίον ἐν σπαργάνοις, «φασκιωμένον», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 301· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ εἰραφιώτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
παιδί στα σπάργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον + επίθημα -ιώτης (πρβλ. στρατιώτης)].

Greek Monotonic

σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, βρέφος που βρίσκεται στα σπάργανα, στις φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,
a child in swaddling-clothes, Hhymn. [from σπάργᾰνον]