σπερνός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. εσπερινός, βραδινός
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνό
η ακολουθία του εσπερινού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνά
α) τα κόλλυβα νεκρών
β) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπερινός, με σίγηση του αρκτικού -ε- και συγκοπή του -ι].