σπλαχνιέμαι

Greek Monolingual

σπλαγχνίζομαι ΝΜΑ και σπλαχνίζομαι και σπλαχνιέμαι Ν σπλάχνον, σπλάγχνον
ευσπλαγχνίζομαι, νιώθω συμπάθεια, οίκτο ή συμπόνια (α. «τον είδε και τον σπλαχνίστηκε» β. «ὁ Ἰησοῦς... εὐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς», ΚΔ)
αρχ.
ενεργ. σπλαγχνίζω
τελώ θυσία και τρώω τα σπλάγχνα του σφαγίου.