σποδιακή, σποδιακόν, made from σπόδιον, Orib.Syn.3.129, Aët.7.23, Paul.Aeg.3.22.6, 7.16.17.
[Seite 923] aus Metallasche, Sp.
σποδιακός: ή,όν, ὁ ἐκ σποδίου, ἐκ σκωρίας πεποιημένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.
-ή, -όν, ΜΑ σπόδιοναυτός που προέρχεται από σκουριά.