σπορητός

English (LSJ)

ὁ,
A sown corn, growing corn, A.Ag.1392.
2 sowing of corn, τὸν σ. διακωλύειν X.HG4.6.13; also σ. ὀσπρίων Thphr. HP 8.2.8.
3 seed-time, Hp.Hebd.4 (σποράτος cod.).

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, die Saat; Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητός, Aesch. Ag. 1365; ἕως τὸν σπορητὸν διακωλύσῃ, Xen. Hell. 4, 6, 13, das Säen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 ensemencement;
2 semence.
Étymologie: σπορά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπορητός -οῦ, ὁ [~ σπείρω] gezaaid gewas. Aeschl. Ag. 1492. het zaaien. Xen. Hell. 4.6.13.

Russian (Dvoretsky)

σπορητός:
1 сеяние, сев Xen.;
2 посеянное зерно, посев Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

σπορητός: -οῦ, ὁ, σῖτος ἐσπαρμένος, σῖτος φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἄμητος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το σιτάρι που έχει σπαρεί
2. η σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορτου σπείρω + -(η)τός, κατά τα ἀλοητός, ἀμητός].

Greek Monotonic

σπορητός: -οῦ, ὁ (σπορά),
1. σπαρμένα σιτηρά, σιτηρά που φύονται, σε Αισχύλ.
2. η σπορά σιτηρών, σε Ξεν.

Middle Liddell

σπορητός, οῦ, ὁ, σπορά
1. sown corn, growing corn, Aesch.
2. a sowing of corn, Xen.

English (Woodhouse)

sown land