σπόριο

Greek Monolingual

το, Ν
1. (βιολ.-βοτ.) αναπαραγωγικό κύτταρο που είναι ικανό να αναπτύσσεται σε νέο άτομο χωρίς να ενωθεί με ένα άλλο αναπαραγωγικό κύτταρο, κύτταρο που παράγεται από τα βακτήρια, τους μύκητες και τα πράσινα φυτά
2. φρ. α) «εναέριος πληθυσμός σπορίων»
βιολ. ο πληθυσμός τών μεταφερόμενων με τον αέρα σωματιδίων βιολογικής προέλευσης
β) «αποτύπωμα σπορίων»
(μυκητ.) το σχέδιο που αφήνουν τα απελευθερούμενα από έναν ώριμο πίλο βασιδιοκαρπίου σπόρια, όταν το σχέδιο αυτό τοποθετηθεί σε επίπεδη επιφάνεια
γ) «εκρηκτική ελευθέρωση σπορίων»
(μυκητ.) η ελευθέρωση τών ασκοσπορίων από τα αποθήκια ορισμένων δισκομυκήτων η οποία πραγματοποιείται υπό μορφή έκρηξης με σύγχρονη και μαζική διάρρηξη τών ώριμων ασκών και εκτίναξη τών ασκοσπορίων σε μορφή μικρού νέφους ή καπνού και συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο
δ) «γενεά σπορίων»
(φυτοπαθ.) ο βιολογικός κύκλος ενός παρασίτου, ο οποίος περιλαμβάνει τα στάδια της μόλυνσης του ξενιστή, της επώασης, της εκδήλωσης τών συμπτωμάτων και του σχηματισμού νέας καρποφορίας
ε) «ελευθέρωση σπορίων»
(φυτοπαθ.) απόσπαση τών σπορίων μυκήτων από τις καρποφορίες τους
στ) «πληθυσμός σπορίων» — πληθυσμός τών σπορίων που μεταφέρεται με τον άνεμο ή το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος. Η λ., στον λόγιο τ. σπόριον, μαρτυρείται, από το 1845 στον Σπ. Μηλιαράκη].