στειβεύς

English (LSJ)

ὁδευτής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 932] ὁ, = στιβεύς, Hesych. ὁδευτής.

Greek (Liddell-Scott)

στειβεύς: στειβία, = στιβεύς, στιβία, ἀμφίβ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. στιβεύς.