στηρικτός

English (LSJ)

στηρικτή, στηρικτόν, solid, firmly based, Hymn.Is. 163. = στηρικτικός (stationary), Cat.Cod.Astr. 1.100.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῖς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.