στοματάς

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ν
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
μσν.
φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + κατάλ. -άς (πρβλ. γλωσσάς)].