στρέβλη

English (LSJ)

ἡ, (στρεβλός)
A winch used in ship-building, A.Supp.441 (pl.= τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα (sic, fort. -μεναι), Hsch.).
2 in plural, the twisted cords in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.MA701b3,9.
3 clothes-press, prob. worked by a screw, Plu.2.950a.
4 part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. s.v. σακίζειν.
II an instrument of torture, Plb.18.54.7, LXX 4 Ma.7.4, J.AJ19.1.6, Luc.Nec.14, etc.
2 torture, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.PTeb.789.15 (ii B.C.), D.S. 13.86 (pl.), Phld.Rh.1.234 S.; ζημίαι καὶ σ. ib.2.152 S. (pl.).

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, eigtl. fem. von στρεβλός, ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; σκάφος στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 machine pour enlever des fardeaux, cabestan;
2 machine pour presser;
3 instrument de torture.
Étymologie: στρεβλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.

Russian (Dvoretsky)

στρέβλη:
1 каток, валик: σκάφος στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;
2 ворот, лебедка Arst.;
3 винтовой пресс Plut.;
4 орудие пытки, дыба (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στρέβλη: ἡ, (στρεβλός) ὄργανον πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, στροφεῖον, ὄνος, «μάγγανον», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - κοχλίας, Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. ὄργανον βασανιστήριον, Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., βάσανος, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο
2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)
αρχ.
1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων
2. είδος υφάσματος κατασκευασμένου, πιθανώς, με τη χρήση στροφείου
3. ελικοειδές τμήμα διϋλιστήρα
4. στον πληθ. αἱ στρέβλαι
περιεστραμμένα σχοινιά μηχανής με την εκτύλιξη τών οποίων προκαλείται η κίνηση
5. μτφ. λύπη, βάσανο («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ουσιαστικός τ. του στρεβλός].

Mantoulidis Etymological

(=ὄργανο γιά βασανιστήρια). Ἀπό τό στρεβλός, πού παράγεται ἀπό τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.